«Το ταλέντο που υπάρχει στην Ελλάδα είναι καταπληκτικό εάν οι άνθρωποι βρουν την ευκαιρία να το δείξουν. Η ελληνική οικονομία δείχνει πολλά υποσχόμενα σημάδια ανάπτυξης.Ο ελληνικός τουρισμός έχει περάσει μια αναγέννηση τα τελευταία τρία χρόνια» γράφει ο Μάρτιν Γουλφ στους Financial Times.
«Η ανάπτυξη μπορεί να επιταχυνθεί και το χρέος να μειωθεί γρηγορότερα δημιουργώντας έναν θετικό κύκλο ανάπτυξης. Η ελληνική κρίση τώρα έχει τελειώσει, αλλά άφησε πίσω της μια δεινή κληρονομιά. Παράλληλα, οι οικονομικές και πολιτικές αστάθειες που την προκάλεσαν δεν εξαφανίστηκαν, ενώ η πειθαρχία των τεσσάρων τελευταίων ετών και ο στωικός τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες υπέμεναν τις επιπτώσεις της ύφεσης είναι αξιοσημείωτα. Μια βιώσιμη ανάκαμψη είναι πιθανή, αλλά μπορεί να είναι πολύ αργή, ένα πισωγύρισμα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Εντούτοις, υπάρχει μια πολύ καλύτερη πιθανότητα: μέσα από τη φωτιά μπορεί να προκύψει μια νέα, πιο μοντέρνα και πιο δυναμική Ελλάδα.
Οι Έλληνες προοδεύουν σε όλον τον κόσμο, γιατί να μην το κάνουν και στη χώρα τους; Η επίτευξη αυτού θα απαιτήσει μια μακρά περίοδο αυτοπειθαρχίας και διαδικασίας λήψης αποφάσεων υψηλού επιπέδου. Αυτό μπορεί να συμβεί τώρα. Τουλάχιστον ας το ελπίσουμε» γράφει ο Μαρτιν Γούλφ και προσθέτει:
«Τον Ιανουάριο του 2015, ο Αλ. Τσίπρας ανέλαβε την εξουσία υποσχόμενος τον τερματισμό της λιτότητας που είχε βυθίσει την Ελλάδα σε μια από τις σοβαρότερες υφέσεις της οικονομικής της ιστορίας. Σήμερα, υπό την ηγεσία του, μια Ελλάδα υπό ανάκαμψη δηλώνει την αφοσίωσή της στην πολιτική ορθοδοξία της ευρωζώνης. Επομένως, όλα βαίνουν καλώς; Η απάντηση συνεχίζει να είναι «όχι». Οι προκλήσεις παραμένουν τεράστιες, αλλά υπάρχουν λόγοι για αισιοδοξία. Λίγοι περίμεναν την παρούσα κατάσταση στις 5 Ιουλίου 2015 όταν το δημοψήφισμα απέρριψε τους όρους της τρόικα με ποσοστό 61%. Ωστόσο, στις 13 Ιουλίου του ίδιου έτους, η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε ακόμα σκληρότερους όρους από τους πιστωτές της σε σχέση με εκείνους που απέρριπτε το δημοψήφισμα, σε μια κίνηση που μπορεί να θεωρηθεί ως προδοσία ή ως ξέσπασμα κοινής λογικής».
Ο ελληνικός τουριστικός τομέας προσβλέπει σε περαιτέρω ανοδική πορεία.
Η βρετανική εφημερίδα σε άλλο άρθρο της εκτιμά ότι «ο ελληνικός τουριστικός τομέας προσβλέπει σε περαιτέρω ανοδική πορεία. Καθώς νέες τουριστικές εγκαταστάσεις πολυτελείας ανοίγουν στη χώρα, στο παρασκήνιο της έντονης ανάπτυξης τα διαρθρωτικά προβλήματα παραμένουν».
«Ο ελληνικός τουρισμός έχει περάσει μια αναγέννηση τα τελευταία τρία χρόνια. Έξι από τους 10 επισκέπτες μπορούν να ταξινομηθούν ως τουρίστες υψηλού επιπέδου που ξοδεύουν ελεύθερα. Δεδομένου ότι περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια κατά τη διάρκεια της κρίσης, πιστεύουμε ότι αυτό είναι ένα μεγάλο επίτευγμα. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη περιθώρια για βελτίωση, προωθώντας επενδύσεις σε νέα ξενοδοχεία και ολοκληρωμένα θέρετρα και αυξάνοντας περαιτέρω τα πρότυπα εξυπηρέτησης» υποστηρίζει η Έλενα Κουντουρά, τέως υπουργός Τουρισμού της Ελλάδας, η οποία παραιτήθηκε νωρίτερα αυτό το μήνα για να συμμετάσχει στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι Financial Times αναφέρουν ότι τον περασμένο Μάρτιο, ο Αστέρας της Βουλιαγμένης άνοιξε εκ νέου με το σήμα Four Seasons -πρόκειται για το πρώτο ελληνικό ξενοδοχείο της εταιρείας- μετά από την ιδιωτικοποίηση και πώλησή του σε επενδυτές από τον Κόλπο και την Τουρκία. Το άνοιγμα και πάλι του συγκροτήματος του Αστέρα στη λεγόμενη Ριβιέρα της Αθήνας, είναι εμβληματικό για τις προσπάθειες για την περαιτέρω προώθηση του τουριστικού τομέα της Ελλάδας. Η μαρίνα της Βουλιαγμένης εκσυγχρονίζεται επίσης για να προσελκύσει ιδιοκτήτες που διαθέτουν μεγάλα σκάφη. «Δεν υπάρχει άλλο μέρος όπου θα βρείτε αυτόν τον συνδυασμό στη νότια Μεσόγειο», υποστηρίζει ο Στέλιος Κουτσιβίτης, διευθύνων σύμβουλος της Astir Palace. «Εχουμε την υποδομή να στοχεύουμε σε αυτό το είδος πελατείας, χρειαζόμαστε μόνο το προϊόν».. Καμία βιομηχανία δεν είναι πιο θεμελιώδης για την Ελλάδα από τον τουρισμό, ο οποίος δημιουργεί το 10% του ΑΕΠ. Ο τομέας είναι επίσης ένας από τους σημαντικότερους εργοδότες, ο οποίος παρέχει μία στις έξι θέσεις απασχόλησης σε περίοδο αιχμής και μία στις τρεις έμμεσα. Το 2017, τα έσοδα από τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες της Ελλάδας κάλυψαν το 80% του εμπορικού ελλείμματος. Η χώρα καλωσόρισε το 2017 27 εκατομμύρια τουρίστες και άλλα 3 εκατομμύρια που την επισκέφθηκαν στο πλαίσιο κρουαζιέρας. Η ανακαίνιση του συγκροτήματος του Αστέρα «στέλνει ένα μήνυμα ότι προχωρούμε μπροστά», σημειώνει η Ελενα Κουντουρά.
Ο ελληνικός τουρισμός έχει απολαύσει αρκετά ωραία χρόνια. Σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ, την ελληνική τουριστική συνομοσπονδία, οι εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 56% μεταξύ 2012 και 2018. Οι άμεσες δαπάνες των επισκεπτών το 2018 αυξήθηκαν κατά 10% σε ετήσια βάση κατά την κύρια τουριστική περίοδο, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο ΣΕΤΕ προβλέπει ότι τα έσοδα και οι αφίξεις το 2019 θα είναι παρόμοια με το 2018. «Οταν η Ευρώπη δεν πάει καλά, η Ελλάδα δεν πάει καλά», λέει ο Κώστας Μητρόπουλος, εκτελεστικός διευθυντής της PwC στην Αθήνα. Ο Μητρόπουλος εντοπίζει δύο περιοχές όπου λέει ότι ο ελληνικός τουρισμός χρειάζεται να σημειώσει πρόοδο. Το πρώτο είναι να παραταθεί η τουριστική περίοδος πέρα από τους καλοκαιρινούς μήνες. Μια ευρύτερη ποικιλία του τουρισμού – όπως συνεδριακός τουρισμός ή πολιτιστικές περιηγήσεις ή τουρισμός υγείας θα βοηθούσε πολύ. Ο δεύτερος τομέας βελτίωσης που προτείνει είναι πως η Ελλάδα πρέπει να κατανείμει τους επισκέπτες πιο ομοιόμορφα σε ολόκληρη τη χώρα. Πέντε από τις 13 Περιφέρειές της λαμβάνουν περισσότερο από το 80% των αφίξεων και σχεδόν το 90% των εσόδων. Ενα παράδειγμα που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι το Costa Navarino, ένα θέρετρο στην Πελοπόννησο όπου ο Μητρόπουλος σημειώνει ότι το θετικό μάρκετινγκ βοήθησε την ευρύτερη περιοχή. Οι διαδικασίες σχεδιασμού και αδειοδότησης χρειάζονται «άμεση βελτίωση», υποστηρίζει ο ΣΕΤΕ, ο οποίος παραπονιέται για τις αρνητικές εμπειρίες των μελλοντικών επενδυτών κατά τη διάρκεια των ετών που χρειάζονται για τις άδειες λόγω της γραφειοκρατίας. Επίσης, υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα για να βελτιωθεί η συντήρηση των αξιοθέατων.
Οι νεοσύστατες επιχειρήσεις στην Ελλάδα σημειώνουν πολλές επιτυχίες
Οι Financial Times στο αφιέρωμά τους για την ελληνική οικονομία τονίζουν ότι οι νεοσύστατες επιχειρήσεις στην Ελλάδα σημειώνουν πολλές επιτυχίες. Ο Βαγγέλης Γογγολίδης, διευθυντής έρευνας στο Ινστιτούτο Νανοεπιστήμης και Νανοτεχνολογίας, του Δημόκριτου και συνιδρυτής της νεοσύστατης εταιρείας Nanoplasmas, η οποία στοχεύει σε ένα «έξυπνο τσιπ» για την ταχύτερη διάγνωση του δυνητικά θανατηφόρου βακτηρίου της λεγιονέλλας στο νερό, αναφέρεται στα επιτεύγματά της. Ενώ οι παραδοσιακές εργαστηριακές δοκιμές διαρκούν 10-15 ημέρες, η Nanoplasmas ελπίζει να μειώσει αυτό το χρόνο σε δύο ώρες χρησιμοποιώντας έναν δείκτη αλλαγής χρώματος για να επιβεβαιώσει το αποτέλεσμα. Τον Απρίλιο, η επιχείρηση έλαβε 150.000 ευρώ από το uni.fund, έναν ελληνικό φορέα παροχής κεφαλαίων για ερευνητικά και αναπτυξιακά πανεπιστημιακά ιδρύματα. Η εταιρεία Nanoplasmas είναι μία μόνο από τις εταιρείες που λαμβάνουν στήριξη επιχειρηματικών κεφαλαίων σε πρώιμο στάδιο για να τονώσουν την ανάπτυξη που η ελληνική οικονομία χρειάζεται απεγνωσμένα.
Η βρετανική εφημερίδα εκτιμά ότι αυξάνεται η πρόσβαση στη χρηματοδότηση για την επιχειρηματικότητα και τις νεοσύστατες επιχειρήσεις στην Ελλάδα καθώς σημειώνονται πολλές επιτυχίες, με ορισμένους επιχειρηματίες να ηγούνται πλέον σε ένα δεύτερο κύμα επιχειρήσεων. «Νομίζω ότι το ταλέντο που υπάρχει στην Ελλάδα είναι καταπληκτικό εάν οι άνθρωποι βρουν την ευκαιρία να το δείξουν», λέει ο Νίκος Δρανδάκης, ιδρυτής της Taxibeat, μιας εφαρμογής που αποτελεί μία από τις πιο γνωστές πρόσφατες τεχνολογικές επιτυχίες της Ελλάδας. Τώρα γνωστή ως Beat, αγοράστηκε το 2016 από τη Mytaxi που ανήκει στην Daimler για 43 εκατ. δολάρια και αποτελεί μέρος κοινοπραξίας με τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία BMW. Η διασπορά είναι ο «κρυμμένος θησαυρός» της ελληνικής τεχνολογίας, υποστηρίζει επίσης ο Μάρκος Βερέμης, ιδρυτής της πλατφόρμας κινητής τηλεφωνίας Upstream, μιας από τις πιο γνωστές εταιρείες τεχνολογίας της Ελλάδας. Σήμερα η κατάσταση της χρηματοδότησης στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί. Σημαντική εξέλιξη ήταν η ίδρυση του EquiFund, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και την ελληνική κυβέρνηση με κεφάλαια ύψους 300 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα έργα του ΕΤΑΕ για επιχειρηματικά κεφάλαια σε ένα μόνο κράτος – μέλος της ΕΕ, σημειώνουν οι Financial Times.
Πηγές – άρθρα : FT1 FT2 ΕΦ.ΔΗΜ